κεροτυπώ

κεροτυπώ
κεροτυπῶ, -έω (Α)
1. κερατίζω, χτυπώ με τα κέρατα
2. παθ. κεροτυποῡμαι, -όομαι
(μτφ) προσβάλλομαι, χτυπιέμαι άγρια («νῆες κεροτυπούμεναι χειμῶνι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -τυπῶ (< τύπος < τύπος < τύπτω), πρβλ. ζηλο-τυπώ, πρωτο-τυπώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”